πλεόνασμα

πλεόνασμα
το, ΝΑ [πλεονάζω]
1. αυτό που περισσεύει από κάποια ποσότητα, το πλεονάζον («πλεόνασμα ισοζυγίου πληρωμών»)
2. περίσσευμα παραγωγής
νεοελλ.
1. (με ειδική σημ.) (οικον.) η ποσότητα τού αγαθού που παράχθηκε και δεν διατέθηκε
2. φρ. α) «πλεόνασμα αποθήκης»
(λογιστ.) περίπτωση κατά την οποία η ποσότητα τών καταμετρηθέντων στην αποθήκη εμπορευμάτων σε δεδομένη χρονική στιγμή είναι μεγαλύτερη τού χρεωστικού υπολοίπου τού λογαριασμού τών εμπορευμάτων κατά την ίδια χρονική στιγμή
β) «πλεόνασμα ταμείου»
(λογιστ.) περίπτωση κατά την οποία τα μετρητά τού ταμείου είναι περισσότερα από το χρεωστικό υπόλοιπο που εμφανίζεται στο βιβλίο ταμείου
γ) «πλεόνασμα προϋπολογισμού» — η υπερτέρηση τών εσόδων επί τών δαπανών
δ) «πλεόνασμα εμπορικού ισοζυγίου» — η υπερτέρηση τής αξίας εξαγωγών προς την αξία εισαγωγών σε μια δεδομένη χρονική περίοδο
αρχ.
μεγάλη αφθονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλεόνασμα — superfluity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεόνασμα — το, ατος αυτό που πλεονάζει, περίσσευμα: Εφέτος έχουμε πλεόνασμα σιταριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεονάσματα — πλεόνασμα superfluity neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονάσματι — πλεόνασμα superfluity neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονάσματος — πλεόνασμα superfluity neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • πλεονασματίζω — Α [πλεόνασμα, ατος] παρουσιάζω πλεόνασμα, περίσσευμα σε κάποιο λογαριασμό …   Dictionary of Greek

  • υπερπληθυσμός — ο, Ν 1. (κοινων.) πληθυσμός αυξημένος δυσανάλογα προς τις δυνατότητες και τα μέσα επιβίωσής του 2. (βιολ. ζωολ.) αυξημένος αριθμός ατόμων ενός είδους πέρα από τις διαθέσιμες πηγές σε οξυγόνο, τροφή ή χώρο 3. φρ. «σχετικός υπερπληθυσμός» (κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”